Κείμενο έκθεσης Αιτωλικού - Σελίδα12 |
Συντάχθηκε απο τον/την mouseio | |||||||||||||||||||
Σελίδα 13 από 17
Αυτοκρατορίας. Εκτός αυτού υπήρχαν σε χρήση και πολυπληθέστερα πλοία μικρότερων διαστάσεων για βοηθητικές υπηρεσίες, τα ονομαζόμενα «χελάνδια». Ο οπλισμός τους από το 7ο μ.Χ. αιώνα παρουσιάζει μία επαναστατική καινοτομία με την εφεύρεση του «υγρού (ή ελληνικού) πυρός, εξελιγμένη μορφή παλαιότερων χημικών ενώσεων, εφεύρεση του Έλληνα μηχανικού Καλλίνικου από την Ηλιούπολη της Συρίας, η οποία τηρήθηκε μυστική, και αποτέλεσε επί αιώνες τον αποφασιστικό παράγοντα υπεροχής των Βυζαντινών στόλων έναντι των αντιπάλων τους. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, προκειμένου να τονίσει το απόρρητο της σύνθεσης του όπλου, απευθυνόμενος στον γιο και διάδοχό του Ρωμανό είπε ότι η σύνθεσή του φανερώθηκε από έναν άγγελο στον πρώτο χριστιανό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο (Σακελλιάδης, 2002). Οι πυροφόροι δρόμωνες, εξοπλισμένοι με βλητικές μηχανές υγρού πυρός, οι βαρύτεροι και μεγαλύτεροι του 11ου -12ου αι. υπήρξαν οι πρόδρομοι της δυτικής γαλέρας. Οι κωπηλάτες αντικαταστάθηκαν από πανιά σχεδιασμένα ώστε να έχουν μεγαλύτερη απόδοση, κι έτσι οι δρόμωνες με τρία κατάρτια και τετράγωνα ή τριγωνικά ιστία ανάμεσα στο πρόβολο και το δεύτερο κατάρτι έγιναν πιο γνωστοί σαν κορβέτες της ευρωπαϊκής ναυπηγικής των «Ανακαλύψεων» (Κρασανάκης, 2008). Οι πολύχρονες υποθαλάσσιες ανασκαφικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στα μικρασιατικά παράλια από το πανεπιστήμιο του Τέξας έφεραν στο φως τρία ναυάγια γνωστά με τα τοπωνύμια όπου έγιναν οι ανασκαφές (Πλάτη - Yassi Ada και Serçe Linan), τα οποία έδωσαν τη δυνατότητα μιας συγκριτικής μελέτης εμπορικών πλοίων που κατασκευάστηκαν τον 4ο, 7ο και 11ο αι. (Λάζος, 1996). Με την παρακμή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στα τέλη του 11ου αι. οι Έλληνες έπαψαν να είναι η κυρίαρχη ναυτική εμπορική δύναμη της Μεσογείου και ταυτόχρονα έχασαν το προβάδισμα στις εξελίξεις της ναυπηγικής τέχνης. Από τον 18ο όμως αιώνα θα ανατείλει μία νέα περίοδος ακμής για τη ναυτιλία και τη ναυπηγική στο Αιγαίο πέλαγος (Δαμιανίδης, 1997). Αναμνηστικό μπρούτζινο νόμισμα που κόπηκε από το Μ. Κωνσταντίνο κατά τη μεταφορά της έδρας του Ρωμαϊκού Κράτους στο Βυζάντιο ή στο εξής Κωνσταντινούπολη, 330 - 346 π.Χ.. Φέρει την επιγραφή Κωνσταντινούπολη, το Μ. Κωνσταντίνο νέο ( από το όνομά του οποίου το Βυζάντιο μετονομάστηκε σε Κωνσταντινούπόλη) και τη θεά Νίκη πάνω σε πλοίο
Νόμισμα Βυζαντίου από τη Θράκη, 161 - 180 μ.Χ., με κεφαλή του ιδρυτή της, του Βύζαντα Μεγάρων και πλώρη Μεγαρίτικης τριήρους |
Εργασίες
Έργα Δημήτρη Μάρα |
Εργασία - Έρευνα Σαπφώ Μορτάκη |
Εργασίες - βιβλία Μασταγκά Σωτήρη |
Εργασίες Καρπώνης Αθανάσιος |
Ψηφιακή περιήγηση |